-
1 καταλόγου
κατάλογοςenrolment: masc gen sg -
2 καταλογος
ὅ [καταλέγω I]1) перечень, список(προγόνων Plat.)
καταλεκτέος κ. Plat. — необходимо составить список;2) учетный список (граждан, привлекаемых к отбыванию той или иной повинности)καταλόγους ποιεῖσθαι Thuc. — составлять наборные списки, производить набор;οἱ ἐκ τοῦ καταλόγου Thuc. или οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ Xen. — внесенные в наборные списки, военнообязанные;οἱ ἔξω τοῦ καταλόγου Xen. — лица, не внесенные в наборные списки;οἱ ὑπὲρ τὸν κατάλογον Dem. — лица, освобожденные (по возрасту) от воинской повинности;ἐκ καταλόγου στρατευόμενος Xen., Arst. — сражающийся в рядах армии, начиная с призывного возраста3) список членов βουλή (ἐκ τοῦ καταλόγου ἐξαλείφειν Xen.) -
3 κατά-λογος
κατά-λογος, ὁ, die Aufzählung, bes. Liste, Verzeichniß zu einem gewissen Zweck auserlesener Personen, bes. zum Kriegsdienst; οἱ ἐκ τοῦ καταλόγου, die zum Kriegsdienst verzeichnete Mannschaft, Thuc. 7, 16. 20 u. öfter; οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ ὁπλῖται Xen. Hell. 2, 4, 9, οἱ ὑπὲρ τὸν κατάλογον, die über das dienstpflichtige Alter hinaus sind, Dem. 13, 4, im Ggstz von τοὺς ἐν ἡλικίᾳ; ἐκ καταλόγου στρατευόμενος κατατέτριμμαι, von dem kriegspflichtigen Alter an Dienste thuend, Xen. Hem. 3, 4, 1; καταλόγους ποιεῖσϑαι, Soldaten ausheben, Thuc. 6, 26; τὸ πεζὸν καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριϑέν 6, 31; ἐξαλείφειν ἐκ τοῦ καταλόγου, aus der Liste ausstreichen, Xen. Hell. 2, 3, 51. Uebh. Verzeichniß, Plat. Theaet. 175 a Legg. XII, 968 e, Liste für die Liturgien u. Staatsämter u. dgl.; auch heißt ein Theil des zweiten Buches der Il. κατάλογος νεῶν.
-
4 κατάλογος
κατά-λογος, ὁ, die Aufzählung, bes. Liste, Verzeichnis zu einem gewissen Zweck auserlesener Personen, bes. zum Kriegsdienst; οἱ ἐκ τοῦ καταλόγου, die zum Kriegsdienst verzeichnete Mannschaft; οἱ ὑπὲρ τὸν κατάλογον, die über das dienstpflichtige Alter hinaus sind; im Ggstz von τοὺς ἐν ἡλικίᾳ; ἐκ καταλόγου στρατευόμενος κατατέτριμμαι, von dem kriegspflichtigen Alter an Dienste tuend; καταλόγους ποιεῖσϑαι, Soldaten ausheben; ἐξαλείφειν ἐκ τοῦ καταλόγου, aus der Liste ausstreichen. Übh. Verzeichnis; Liste für die Liturgien u. Staatsämter; auch heißt ein Teil des zweiten Buches der Il. κατάλογος νεῶν -
5 шифр
шифр м 1) (условное письмо ) η κρυπτογραφία 2) (библиотечный) о αριθμός καταλόγου* * *м1) ( условное письмо) η κρυπτογραφία2) ( библиотечный) ο αριθμός καταλόγου -
6 ἐξ-αλείφω
ἐξ-αλείφω (s. ἀλείφω, aor. II. pass. ἐξαλιφῇ Plat. Phaedr. 258 b), 1) einsalben, bestreichen; γύψῳ, μίλτῳ ἐξηλείφοντο τὸ σῶμα, Her. 7, 69; ᾗ ἔτυχε οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος, wo die Mauer nicht beworfen, übertüncht war, Thuc. 3, 20. – Gew. 2) auswischen, etwas Geschriebenes, Gemaltes ausstreichen, Ggstz ἐγγράφω, Plat. Rep. VI, 501 b; ὅταν ἐξαλειφϑῇ τὸ εἴδωλον Theaet. 191 d; ψήφισμα Andoc. 1, 76; νόμους Lys. 1, 48; den Namen aus einem Register, aus Listen, ἐκ τοῦ καταλόγου Xen. Hell. 2, 3, 51; Lys. 16, 13; ohne Zusatz, Dem. Lept. 35; ἐξαλήλιπται καὶ οὐ πρόςεστι τῇ παραγραφῇ 37, 34; ἐξηλεῖφϑαι Plut. Symp. 8, 7, 4; vertilgen, aufheben, τιμὰς μὴ 'ξαλειφϑῆναί ποτε Aesch. Spt. 15; οὐδ' ἄπαις δόμος ἐξαλειφϑείη ποτ' ἄν Eur. I. T. 698; λόγος, Ggstz ἐμμένειν, Plat. Phaedr. 258 b; ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Her. 7, 220; πόλιν ἐκ τοῠ' Ἑλληνικοῦ Thuc. 3, 57; φήμην Sest. Emp. adv. math. 3; seltner von Menschen, Aesch. Ch. 496; Eur. Hipp. 1241. – Auch im med., ἐξαλείψασϑαι φρενός, aus dem Innern, Eur. Hec. 590; τὰς ἀπογραφὰς ἐξαλειψάμενος Plat. Legg. VIII, 850 c, seine Schätzung ausstreichen lassend.
-
7 αναγκαστος
3вынужденный, принужденный Her. -
8 εξαλειφω
(fut. ἐξαλείψω; pass.: aor. 1 ἐξηλείφθην, aor. 2 ἐξηλείφην, pf. ἐξαλήλιμμαι - редко ἐξήλειμμαι или ἐξήλιμμαι)1) med. намазывать, натирать себе(σῶμα γύψῳ Her.)
2) med. окрашивать себе(μίλτῳ τι Her.)
3) покрывать известью, штукатурить(τεῖχος ἐξαληλιμμένον Thuc.)
4) реже med. стирать, изглаживать, вычеркивать(τὰ πρόσθεν Plat.; τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου Xen.; τὸ ὄνομά τινος Plut.)
5) стирать с лица земли, уничтожать(πόλιν ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Thuc.; σπέρμα Πελοπιδῶν Aesch.; τινά Eur.; ἴχνος τινὸς τῆς ψυχῆς Plut.)
ἐξαλείψασθαί τι φρενός Eur. — изгладить что-л. из своей памяти6) перечеркивать, отменять(νόμους Lys.)
7) заглаживать(τὰς ἁμαρτίας NT.)
-
9 перекличка
перекл||и́чкаж τό προοχλητήριο[ν], τό διάβασμα τοῦ καταλόγου τδν παρόντων:не явиться на \перекличкаи́чку ἀπουσιάζω ἀπό τό προσκλητήριο· \перекличка-и́чка городов (по радио) ἡ συνδιάλεξη ἀπό ραδιοφώνου μεταξύ πόλεων. -
10 шифр
шифрм1. (условное письмо) ἡ σημειογραφία, ἡ κρυπτογραφία·2. (библиотечный и т. ἡ.) ἀριθμός καταλόγου. -
11 δελτίο(ν)
τό1) карточка;δελτίο(ν) του καταλόγου — каталожная карточка;
δελτίο(ν) απογραφής — учётная карточка;
δελτίο(ν) ταυτότητας — удостоверение личности;
δελτίο(ν) τροφίμων — продовольственная карточка;
2) сводка;μετεωρολογικό δελτίο(ν) — метеорологическая сводка;
δελτίο(ν) επιχειρήσεων — воен, оперативная сводка;
3) бюллетень (издание;тж. избирательный);δελτίο(ν) ειδήσεων ( — или πληροφοριών) — информационный бюллетень
-
12 δελτίο(ν)
τό1) карточка;δελτίο(ν) του καταλόγου — каталожная карточка;
δελτίο(ν) απογραφής — учётная карточка;
δελτίο(ν) ταυτότητας — удостоверение личности;
δελτίο(ν) τροφίμων — продовольственная карточка;
2) сводка;μετεωρολογικό δελτίο(ν) — метеорологическая сводка;
δελτίο(ν) επιχειρήσεων — воен, оперативная сводка;
3) бюллетень (издание;тж. избирательный);δελτίο(ν) ειδήσεων ( — или πληροφοριών) — информационный бюллетень
-
13 индексный
επ.του δείχτη, του πίνακα, του κατάλογου•-ые показатели, οι δείχτες.
-
14 каталожный
επ.του καταλόγου. || ουσ. θ. -ая δωμάτιο καταλόγων (στις μεγάλες βιβλιοθήκες). -
15 перекличка
-и θ.1. αλληλοφώναγμα (για αναγνώριση). || αλληλοπρόσκληση (για ανταλλαγή πείρας κ.τ.τ.).2. διάβασμα, φώναγμα καταλόγου παρόντων προσκλητήριο. -
16 регистровый
επ.του κατάλογου κλπ. ουσ.βλ. регистр. -
17 табельный
επ.του πίνακα, του κατάλογου•-ое имущество η πατά τον κατάλογο περιουσία•
-ая доска πίνακας (επικόλλησης, ανάρτησης).
-
18 табличный
επ.του πίνακα, του κατάλογου•-ые сведения στοιχεία από τον πίνακα.
-
19 κατάλογος
κατάλογ-ος, ὁ,A enrolment, register, catalogue, Pl.Tht. 175a, Lg. 968c;ὀσπρίων Diocl.Fr.117
; κ. νεῶν the catalogue of ships in Il. 2, Plu.Sol.10: prov., of a long story,νεῶν δὲ κατάλογον δόξεις μ' ἐρεῖν Apollod.Com.13.17
.2 at Athens, register of citizens liable for service, ὁπλίτης ἐντεθεὶς ἐν κ. Ar.Eq. 1369; [ ὁπλῖται] ἐκ καταλόγου those on the list for service, Th.6.43, al.;ἐκ κ. στρατευόμενος κατατέτριμμαι X.Mem.3.4.1
; οἱ ἐν τῷ κ. Id.HG2.4.9; οἱ ὑπὲρ τὸν κ. the superannuated, opp. οἱ ἐν ἡλικίᾳ, D.13.4; of trierarchs, Id.18.105; καταλόγους ποιεῖσθαι make up the lists for service, Th.6.26, D. 50.6;εἰς τὸν κ. καταλέξαι Lys.25.16
; καταλόγοις Χρηστοῖς ἐκκριθέν, of picked troops, Th.6.31; προγράφειν στρατιᾶς κ. Plu.Cam.39;τὸν κ. ἀποδιδράσκειν Luc.Nav.33
;κ. ἀνδρῶν Χιλίων
authority to conscript recruits, Polyaen.3.3.c κατάλογοι βουλᾶς, οἱ, committee of the βουλή at Epidaurus, IG4.925, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάλογος
-
20 στρατεία
A expedition, campaign, στρατηΐην ποιεῖσθαι ἐς.., ἐπὶ.. , Hdt.1.71, 171, etc.;πολλὰς σ. ἐποιήσαντο Th.2.11
;σ. ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν E.Supp. 116
;σ. ἡμῖν εἰς Ποτείδαιαν ἐγένετο Pl.Smp. 219e
, cf. IG12(2).645.15 ([place name] Nesus), etc.; ἀπὸ στρατείας coming from war, after service done, A.Ag. 603, Eu. 631; κατὰ τὴν Σιτάλκου ς. about the time of his expedition, Th.2.101;εἰς δὲ σ. πάντας Ἀργείους ἄγων E.Supp. 229
; ἐπὶ στρατείας εἶναι to be on foreign service, Pl.Smp. 220c (codd., στρατιᾶς Cobet, Burnet); soἐν στρατείᾳ ὄντας X.Cyr.5.2.19
; ἐν τῇ ς. PEnteux.48.3 (iii B.C.);παραγγέλλειν τινὶ σ. κατὰ γῆν X.HG7.1.13
;ἐκδήμους σ. οὐκ ἐξῇσαν Th.1.15
; στρατείαν ξυνεξελθεῖν ib.3;σ. δ' οὐ φέρει περιουσίαν Men.382
, cf. OGI5.44 (Scepsis, iv B.C.);τῆς σ. γιγνομένης ἐκ καταλόγου Arist.Ath.26.1
; freq. in pl., military service, warfare, Pl.R. 404a; πρὸς ταῖς αὑτοῦ ς. in addition to the campaigns which he is bound to serve, Id.Lg. 878d;ἐν ταῖς σ. μισθοφορεῖν Arist.Ath.27.2
;ἀπὸ σ. ἱππικῶν IGRom.3.58
([place name] Bithynia);στρατείας στρατεύεσθαι IG22.505.54
; ἀφειμένος στρατείας, = Lat. exauctoratus, Plu.2.274a.2 σ. ἐν τοῖς ἐπωνύμοις levy of those liable to serve in the year of such and such archons, Harp. s.v., cf. Arist.Ath.53.7.3 σ. ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν expedition for special service, to train the young soldiers next after serving as περίπολοι, Aeschin.2.168, cf. Suid. s.v. τερθρεία.5 military appointment,ἐπώλησε στρατείας Id.72.12
.— στρατιά is a constant v.l., and is sts. undoubtedly used= στρατεία ( campaign), v. στρατιά 11 and cf. Sch.Ar.Th. 835 (= Eup.369); but στρατεία= army, expeditionary force is very rare, E.IA 495 (restd. in Rh. 263 (lyr.)): in Inscrr. στρατεία never = army, but both - εία (IG22.1132.14, SIG398.2 (Cos, iii B.C.), al.) and - ιά (q.v.) = campaign.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατεία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταλόγου — κατάλογος enrolment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MILITES — I. MILITES Haeretici, qui alias Floriniani et Corpocratiani, sic dicti, quia de Militaribus fuerunt, Philastrius de Haeres. Part. 3. c. 10, II. MILITES qui aetate apud Romanos lecti, indicat Lex a Sempronio Graccho Tribuno Plebis lata: Ne quis… … Hofmann J. Lexicon universale
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Μπρουκς, Γκαρθ — (Garth Brooks, Τάλσα, Οκλαχόμα 1962 ). Αμερικανός τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης μουσικής κάντρι. Σπούδασε διαφήμιση, προκειμένου να κατορθώσει να συνδυάσει την παραδοσιακή μουσική με τηλεοπτικά σποτ και την διαφήμιση. Μετά την αποφοίτησή του … Dictionary of Greek
Apollodor von Athen (Schriftsteller) — Apollodor von Athen (griechisch Ἀπολλόδωρος, † nach 120/119 v. Chr.) war ein bedeutender Grammatiker und ein erfolgreicher und vielseitiger Schriftsteller aus der zweiten Hälfte des 2. Jahrhunderts v. Chr., der in Alexandria, Pergamon und… … Deutsch Wikipedia
Über die Götter — Apollodor von Athen († nach 120/119 v. Chr.) war ein bedeutender Grammatiker und ein erfolgreicher und vielseitiger Schriftsteller aus der zweiten Hälfte des 2. Jahrhunderts v. Chr., der in Alexandria, Pergamon und Athen wirkte.… … Deutsch Wikipedia
АПОЛЛОДОР — • Apollodōrus, Άπολλόδωρος, 1. трагический поэт из Тарса; заглавия 6 его трагедий перечисляет Свида; другой А., Тарсийский, был грамматик и писал о «Медее» Еврипида; 2. знаменитый комик из Кариста на Эвбее; 3.… … Реальный словарь классических древностей
ТРИДЦАТЬ ТИРАНОВ — I. • Δικασταί κατα δήμους, οί τεσσαράκοντα (сначала было 30, но после архонтства Евклида число их было увеличено до сорока, вероятно, вследствие ненавистного афинянам названия τριάκοντα, напоминавшего им о правлении олигархов),… … Реальный словарь классических древностей
ТРИДЦАТЬ ТИРАНОВ — I. • Δικασταί κατα δήμους, οί τεσσαράκοντα (сначала было 30, но после архонтства Евклида число их было увеличено до сорока, вероятно, вследствие ненавистного афинянам названия τριάκοντα, напоминавшего им о правлении олигархов),… … Реальный словарь классических древностей